[ ] Capp. — Kaisareia (Kayseri) — LAAA 4 (1912) 42, 25
— — —
1 [Τρο]φίμου, Ἀχι<λλ>εί-
ου φύσει, θέσε[ι δὲ]
Τροφίμου, τῷ γλυ-
κυτάτῳ ἀδελφῷ
5 καὶ Κοματίλλῃ τ[ῇ]
γλυκυτάτῃ θυγα[τρί]
μου <μν>ήμης χ[ά]-
ριν.
Search Help
Contact Us