[ ]
Pisid. — Takina (Yarışlı) — AS 9 (1959) 90, 40
1 | [ {²ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος}² ] ἐποίησεν |
[ἑαυτῷ καὶ τῇ γυν]αικὶ αὐτοῦ Ἐ̣λ̣- | |
πίδι. {²vac.?}² μὴ ἄνυγε μετ’ ἐμέ. | |
ἐάν τις ἀ[νύξῃ], δώσει <εἰ>ς τὸ ταμεῖον (δην.) ͵αφʹ. |