[ ] Lyd. — Uşak Mus., fr. NE Lydia / Phrygia — undated — EA 13 (1989) 21, 6
1 ἐὰν δὲ τῇ στή[λ]ῃ προσαμάρ[τ]ῃ τις,
ἀώρων τέ̣κ̣νω̣ν σάρκας ἀνορύ[ξ]αι·
Μάνιος Τριβώνιος Διονύσιος
Χρήστην, γυναῖκα δὲ Ἀντήνο-
5    ρος, ἐτείμησεν.
Search Help
Contact Us