[ ] Lykao. — Ikonion (Konya) — Rev.Phil.(2) 36.1912.64,28
1 Ἔρως Ἡγησίπ-
που ἀνέστησ-
εν Ζμύρνῃ τῇ
μητρὶ καὶ ἑαυ-
5 τῷ ζῶν κα[ὶ]
Δᾳ τῇ γυνα[ι]-
κὶ αὐτοῦ ζ[ῶ]-
σιν <μνήμης> ἕνεκα, κα[ὶ]
ἐνορκίσζω {²⁶ἐνορκίζω}²⁶
10 τοὺς καταχ-
θονίους μετ-
ὰ τὴν ἰδίαν τ-
ελευτὴν καὶ
τῆς γυναικός
15 μου ἄλλον μ-
ὴ εἰσενεχθῆν-
αι· ὃς ταύτην σ-
τήλην ἀδικήσει
ὀρφανὰ τέκνα
20 λίποιτο — — —
ΚΛΙ
Search Help
Contact Us