[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Karasenir
1 εὐμύρι {²⁶εὐμοίρει}²⁶
Παπια
καλὲ
ὀπφικάλις̣ {²⁶ὀφφικιάλιος}²⁶·
5 οὐδὶς γὰρ
ἀθάνα-
τος.
Search Help
Contact Us