[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Meydanlı
1 Αὐρηλιο̣-
ς Οὐάλης
πρεσ(βύτερος) ἀνέστ-
ησα τῷ υἱ-
5 ῷ μου γλυκ-
υτάτῳ Ἐλπ-
ιδίῳ ἰστή-
λην μνή-
μης χά-
10 ρειν.
Search Help
Contact Us