[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 ☩ ὐκητήριον
Ἠστεφάνω
βιάτορος
ἀπὸ πρη-
5 μικιρήων
καὶ τῆς συνβί-
ω αὐτοῦ Ἱππασις.
Search Help
Contact Us