[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
[— — —]-
1 α̣ς Ὠαλεντίνη
ζῶν φρονῶν ἀ[ν]-
ήστησα μνήμης
χάριν. ἄν τις θε-
5 λήσι ἀνῦξεν ἔ-
ξ̣[ωθε]ν τοῦ γέν-
ο̣[υς, ἕξ]η πρὸς τὴ-
ν [Τριάδ]αν {²⁷[ἡμέρ]αν?}²⁷.
Search Help
Contact Us