[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
— — —
1 [․․․․ τ]ῇ̣ κλ-
[υ]κ̣υτάτῃ μο-
υ συνβίου
[Α]ὐριλίῃ Τατι κὲ
5 [ἑ]α̣υ̣τῷ ζῶν ἀν-
[έσ]τησεν μνή-
[μης χ]άριν. ὃς δὲ
[ἂν ἕ]τ̣ερον ἐπε-
[νβά]λῃ δώσι λ-
10 [όγο]ν τῷ θεῷ.
Search Help
Contact Us