[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
[— — — ἀνέστη]-
1 [σ]εν τ̣ῶι ἀνδ[ρὶ]
αὐτῆς μνήμης [χά]-
ριν καὶ ἑαυτῇ ζῶσ[α]
χαῖρε Σεκουνδεῖνε
5 χαῖρε καὶ σύ, φίλτατε. ❦
Search Help
Contact Us