[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Παυλ-
εῖνα Ἀν-
εικήτῳ
υἱῷ κὲ
5 [ἑ]αυτῇ
ζῶσα
μνήμης
χάριν.
Search Help
Contact Us