[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 ❦ Αὐρ. Ἡράκλιος Θ[εο]-
δοσιουπολίτης
κατεσκεύασα τὰ πέ[λτα]
ἅμα τῇ γλυκυτάτῃ μ̣[ου]
5 συμβίῳ Αὐρ. Ζ̣ηνωνί[δι]
ζῶντες ἑαυτ[οῖς]
μνήμης χά̣[ριν].
Search Help
Contact Us