[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 [Αὐ]ρ. Πρόκλος
[πα]τ̣ρὶ Ῥούφῳ κ-
[αὶ] μητρὶ Τατει
καὶ ἀδελφῇ Ῥου-
5 φείνῃ μνήμης
   χάριν.
Search Help
Contact Us