[ ]
Phryg., E. — Orkistos (Alikel)
1 | ἐκαληεργήθ(ησαν) υαʹ πόδ(ες) ἐ(ς) τὸ |
δεξηὸ(ν) μέρος ἕος τῇ πόρτᾳ παρὰ Μηχ(αὴλ) | |
ὑπ[ά]του κὲ τεποτερ(ητοῦ) τοῦ Βούρτζη τοῦ Λαπτου- | |
κουμητοῦ. |
1 | ἐκαληεργήθ(ησαν) υαʹ πόδ(ες) ἐ(ς) τὸ |
δεξηὸ(ν) μέρος ἕος τῇ πόρτᾳ παρὰ Μηχ(αὴλ) | |
ὑπ[ά]του κὲ τεποτερ(ητοῦ) τοῦ Βούρτζη τοῦ Λαπτου- | |
κουμητοῦ. |