[ ]
Phryg. — Eumeneia (Işıklı)
1 | [ἐὰν δέ τις τολμήση] ἕτερον κηδε[ῦσαι |
[ἢ ἄλλο σῶμα ἐπεισεν]ενκεῖν, τῶ ἱερωτ̣[άτω] | |
[ταμείω ἀποτείσει (δην.) ͵β]φʹ· τούτου ἀντ[ίγρα]- | |
[φον ․․․․․․․․․․․․․․․․]τ̣ο̣υ̣[․․]τ[․․․․]. |