[ ] Lyd., N.E. — Ioulia Gordos (Gördes)
— — —
1 Π̣ρ̣όλα̣ο̣[ς τ]ὸ̣ν
θρεπτόν, Ἀριά-
δνη, Ἐλπίς, Τρό-
φιμος τὸν σύν-
5 τροφον.
   χαῖρε.
Search Help
Contact Us