[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ)
1 [ἔτους]
[․․․ʹ],
Ἀρτε-
μισί-
5 ου γιʹ. Ἰ-
[ο]υλία <Κ>-
[υ]ρί[λ]-
[λ]α ἄωρε.
Search Help
Contact Us