[ ] Pelasgiotis — Atrax: Koutsochero — undated
1 [Σο]υίδας
[Π]ολυφρόνειος
[τ]ὰν εὐχὰν τοῖ πα-
[τ]έρος Ποτειδο[ῦνι].
Search Help
Contact Us