[ ] Paros — Asklep.
I {²in ansis, a dextra et a sinistra:}² ἀ|γα|θῇ τύ|χῃ.
1 Αὐρ. Τελεσφόρος καὶ Εὐφροσύ-
νη ὑπ[ὲ]ρ τῶν υ[ἱ]ῶν Εὐφρο-
σύνου καὶ Ζωσίμου καὶ [Δ]ιονυσί-
[ου Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ].
II.1 ἄρχοντος Ἀφθονήτου
τοῦ Συνφόρου, νεοποιοῦ
Αὐρ. Διδύμου τοῦ Ἐλευθέ-
ρου, λαμπάδαρχος Αὐρ.
5 Νεικήφορος Νεικηφόρου
Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ.
Search Help
Contact Us