[ ] Lesbos — Mytilene
a [— — — ἐν Ἀχερ]-
1 δάει τῶ μεγάλω ἀμπέλ[ων φύτα — — —].
b.1 [ἐπὶ] προτάνιος Ἀντιάνορος, Ἀνάξερμος [․․․․]ύσιος
[ἐν Ἀχ]ερδάει τῶ μεγάλω ἀμπέλων φύ[τα — — —].
Search Help
Contact Us