[ ] Lakonike — Boiai
    [ἁ πόλις]
1 Ἀγάκλ̣[υτον Ἀρι]στοξέ-
νου ἄρ̣[ιστα πολιτ]ευόμε-
  νον [ἀρετᾶς ἕν]εκα.
Search Help
Contact Us