[ ] Isaur. — Dalisandos (Sinabıç)
1 [Α]ὐρ. [αἴ]νγο[λις ὁ(?) κ]-
[αὶ(?)] Ἤρδις νέο-
ς ἐποίησεν ἑα-
υτῶ κὲ τῆ μη-
5 τρὶ κὲ Ἄβα τῆ ἀ-
δελφιδῆ κὲ τῶ
ἀνδρὶ τῶ πρω-
τοτύπω κὲ τοῖ-
ς τέκνοις αὐτῶ-
10 ν ἐγγόνω.
Search Help
Contact Us