[ ] Cil. — Tarsos (Tarsus)
1 Λύσανδρος βου[λευ]-
[τὴς] καὶ νεοκόρος κα-
τήρτισα ἑαυτῶ μάκρ-
αν καὶ τῆ συνβίω μου
5 Πωλλᾶτι· ἂν δέ τις
ἐπιχιρήση ἢ τολμήση
μετὰ τ[ὸ ἡ]μᾶς [κα]τατεθῆνε, ὃς ἂν [ἐ]-
πεμβάλη ἄλλο πτῶμα, τυνβωρυχίας [κ]ατηγορη
θήσετε καὶ δώση τῷ ταμ(ί)ω δηνάρια βʹ καὶ τῶ [κ]ωμάρ-
10 χι (δην.), α.
Search Help
Contact Us