[ ]
Lycia, W. — Xanthos (Kınık)
1 | [— — — — —] κτ̣ί̣?στης τ[ὸ]ν̣ π̣ερ[ίβολον? κατέστησε καὶ ἀφιέρωσεν?] |
Εὐπαλ̣άμ̣[ου ἐπιμελουμένου?]. |
1 | [— — — — —] κτ̣ί̣?στης τ[ὸ]ν̣ π̣ερ[ίβολον? κατέστησε καὶ ἀφιέρωσεν?] |
Εὐπαλ̣άμ̣[ου ἐπιμελουμένου?]. |