[ ] Pisid. — Adada (Karabavullu)
1 ἐπὶ ἀγωνο[θέτου]
Μ. Αὐρ. Ξέν[ωνος]
υἱοῦ Τλαμόο[υ, φι]-
λοπάτριδος, υἱοῦ
5 πόλεως, Αὐρ. Παπι-
ανὸς Τίτος Τιμ-
βριαδεὺς καὶ Ἀδα-
δεὺς βουλευτὴς
νεικήσας ἐνδό-
10 ξως παίδων παν-
κράτιον ἀγῶνος
Τυχείου Ἐπινει-
[κίου].
Search Help
Contact Us