[ ] Bith. — Karamürsel
1 — — —ος Ζωτίχου ζῶν ἑαυτῷ [καὶ] τῇ γυ-
[ναικὶ — —]κᾳ τετελευτηκυίῃ v μνήμης χάριν.
Search Help
Contact Us