[ ] Pamph. — Perge (Aksu) — 275-276 AD — EA 4.1984.1-4 — SEG 34.1306
1 αὖξε Πέργη, ἡ μόνη ἄσυλος
αὖξε Πέργη, ᾗ Τάκιτος
[— — —]
[— — —]
5 [αὖξε Πέργη ἡ] ἀπὸ Οὐεσ[πα]-
[σιανοῦ ν]εωκόρος
[αὖξε Πέργ]η ἡ ἱερῷ οὐιξίλλῳ
      [τετ]ειμημένη
[αὖ]ξε Π[έργ]η ἡ ἀργυρῷ νομίσ-
10    ματι τετειμημένη·
Δ̣ιάν<η> Ἐφεσία Διάνη̣ Περ<γ>ησία
αὖξε Πέργη ὁ θησαυρὸς
    τοῦ κυρίου
αὖξε Πέργη δ’ νεωκόρος
15 αὖξε Πέργη ἡ πρώτη τῶν
    ἀγορέων
αὖξε Πέργη, ᾗ ὑπα[τι]κοὶ
    φιλοδοξοῦσιν
αὖξε Πέργη, ᾗ ὑπατικοὶ
20     ἀγω[ν]οθετοῦσιν
αὖξε Πέργη ἡ κορυφὴ
   τῆς Παμφυλίας
αὗξε Πέργη ἡ μηδ[ὲ]ν
    ψευδομένη
25 πάντ[α] τὰ δίκαια [δ]όγμα-
    τι Συνκλήτου.
Search Help
Contact Us