[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Altınekin-Zıvarık — mid-4th c. AD or later — MAMA I 238
1 ὃ θ’ ἴχνι̣[α] πάπ̣οιο
σινέχων ὑπ[ὸ] ὀνχί-
στου βασηλῆος [πρ(εσβύτερος)]
Δ̣ιο̣μ̣ήδης ἐνθάδε
5 κῖτε.
Search Help
Contact Us