[ ] Lykao. — Ikonion (Konya)
— — —
[ὀρφανὰ τέ]-
1 κνα, [χῆρον(?)]
βίον, οἶκον
ἔρημον· ἔ-
χει δὲ καὶ ἐ-
5 πιγραφὴν
ἔσω, ἐπὶ
ἐξ<έ>σται Μάον
τὸν ἀδελφόν
μου καὶ τὴν γ-
10 [υ]ναῖκα αὐτοῦ.
Search Help
Contact Us