[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Αὐρέ(λιος) Κοσμῆ[ς]
Ο̣ὐα[λ]η̣[ρ]ίου
[κὲ] <σ>ύν<βι>ος Ἀ-
․․․σα ζῶντε-
5 [ς ἑ]α̣υ̣τοῖς ἀ-
[νέ]στησαν
[μ]νήμης χά-
[ρι]ν· εἴ τις δὲ
[ἕ]τερος ἐ-
10 π̣ενβάλῃ,
[ἕξ]ι πρὸς
τὸν θε-
όν.
Search Help
Contact Us