[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Altınekin-Zıvarık — end 3rd c. AD — RevPhil 1922.120,4
1 ἔνθ’ ἄνδρα
κρατερὸν κατέχει φυσίζο-
ος αἶα, /
τοὔνομα Οὐα-
5 ρελειανός {²⁶Οὐαλεριανός}²⁶, ὃς ἔξο-
χος ἦν καὶ ἀληθής, /
ὄλβον τε κτῆσίν τε
ἑοῖς τέκε<ε>σσιν ἀφῆ-
κεν. /
10 τοῦδ’ ἄλοχος πολύ-
δωρος ἄ<φ>αρ {⁴ἄταρ}⁴ κατέ-
παλτ’ Ἄϊδος δῶ, /
τοὔνομα Ῥωμᾶνα,
πόσειος ποθέου-
15 σα σαόφρων /
κάλλος ἀμείμη-
τον, μελίρυτος ἠ-
δ’ ἀγανόφρων. /
τοκήων δ’ ἠπείων Ἀλέ-
20 ξανδρος μνῆμ’ ἐτέλεσ[σε]ν. /
Search Help
Contact Us