[ ] Lykao. — Kana (Beşağıl-Gene)
1 Αὐρ. Τ[ειμ]ο̣κρά-
της Λ[ολλ(?)]ίου τῷ
γλυκυ[τά]τῳ ἀνε-
ψιῷ Τα̣[τι]α̣νῷ Ἰου-
5 λίου ἀ[νέσ]τησα
στήλ[ην μν]ήμης
[χά]ριν.
Search Help
Contact Us