[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Almassun
1 Ἀντώνιος κα<ὶ> Πό̣ντ[ιος ἀ]-
[ν]έστησαν τὸν πατ[έρα α]-
ὐτῶν Οὐάλεντα μνήμη̣[ς χά]-
ριν.
Search Help
Contact Us