[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Dorla
1 [— — —]μιω
[τὴ]ν μητ-
[έ]ρα αὐτῆς
[μ]νήμης
5 χ<ά>ριν
[δ]ιὰ τεχνιτῶν
[Π]αύλου Παπιου
καὶ Τα Κοττο-
λιος.
Search Help
Contact Us