[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Alkaran
1 χηρῶν ὀρφανῶν̣ [Ἀπας(?) ταλαι]-
πώρων ἀρωγὸς [πέπαυται]
πρεσβύτερος τῶν ἰ[δίων κα]-
μάτων.
5    μ(νήμης) [χ(άριν)].
Search Help
Contact Us