[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Alkaran
1 Αὐρ. Δό̣μναν τὴν γλυκυτάτην θυγατέρα διενενκοῦσαν
παρθενείᾳ καὶ φιλεργίᾳ̣ Αὐρ. Ὀρεσ[τι]ανὸς Κύρο[υ ὁ] πατὴρ
μ(νήμης) χ(άριν).
Search Help
Contact Us