[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb.: N. of Laodicea
1 ☩ Αὐρ. Πρόκλ-
α θυγάτηρ Μί-
ρου ἀνέστη-
σα τῷ γλυκυ-
5 τάτῳ μου ἀ-
νδρὶ Τιηου σὺ-
ν τῷ υἱῷ μου
Ἀππα τὸν τ-
ίτλον μνή[μ]-
10 ης χάριν.
Search Help
Contact Us