[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik)
[— — {²ὁ δεῖνα}² υἱῷ]
1 [Αὐ]ρ. Ἀππα πρεσβ[υτέρ]
εὐνούκῳ κ[αὶ Ἀν]-
τωνείνῃ συν̣[βίῳ]
καὶ Ἰουλιανῇ  θυγ̣[ατρὶ]
5 ζώση καὶ ἑα[υτῷ]
ζῶν ἐκ τῶν ἰ[δίων]
ἀναλωμάτω̣[ν]
μνήμης χάρι[ν].
Search Help
Contact Us