[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Sarayönü
1 Αὐρ. Ἀκύλας Α[ὐρ.]
Δόμνη Τειμο[θέου]
γλυκυτάτη συ[νβίω]
[μ]ν̣ήμης χάρι[ν]
5 [καὶ ἑ]α̣υτῶ ζ̣[ῶν].
Search Help
Contact Us