[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Soğuk Pınar
1 [Μηνό]φιλος Μα-
νου Καλυ-
δόνος
Ἡρακλ[εῖ ε]ὐχή̣ν.
Search Help
Contact Us