[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 ☩ Κόνων πρεσβ(ύτερος) ἀνέ-
στησα τῇ ποθινοτ-
άτῃ μου συνβ̣ίῳ Αὐρη-
λί<ᾳ> Δόμνῃ τὸν [τί]-
5 τλον τοῦτον μνή-
μης χάριν.
Search Help
Contact Us