[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Αὐρ(ήλι)υ Παρηγό-
ρειος κὲ Μεν-
νεας κὲ Αὐγο-
ῦστα ἀνεστ-
5 ήσαμεν τῷ
πατρὶ ἡμῶν
Παύλου πρεσ-
βυτέρου κὲ τ-
ῇ μητρὶ ἡμῶ-
10 ν Αὐρ. Παυλεί-
νῃ Κυρείων-
ος ἀνεστήσ-
ομεν μνήμ-
ης χ̣άριν.
Search Help
Contact Us