[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 ἔνθα κατάκιτε Ἀπ[π]-
ας ἀναγνώστης υἱ-
ὸς Φαυστίνου νε-
ώτερος εὐμεγέ-
5 θης, ᾧ κὲ ἀνήγιρε-
ν τὸ ἡρῷον τοῦτ-
ο ἡ μήτηρ αὐτοῦ
Αὐρ<η>λ. Φαυστῖνα δι-
άκονος μνήμης
10 χ[άρ]ιν.
Search Help
Contact Us