[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Sarayönü
1 Αὐρ. Μεῖρος <Σ>-
ατορνίνου ἀ-
νέσθησα τῇ γ-
λυκυτάθῃ μ-
5 ου συνβίῳ Θε-
οσεβείης κὲ τ-
ῇ ἀδελφῇ μο-
υ Κυριακῇ κὲ ἐ-
μαυτοῦ ζῶ-
10 ντος ἀνέστη-
σα μνήμη<ς> χ-
άριν.
Search Help
Contact Us