[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Λεύκιος ἀνέσ-
θησα τῷ γλυκυ-
τάτῳ μου πα-
τρὶ Ἀβρα τῷ εὐ-
5 λαβεστάτῳ πρεσ-
βιθέρῳ θῆς τοῦ
θεοῦ ἁγίας ἐ-
κλησίας τῶν
Ναυατῶν, ἐν ᾗ
10 κὲ ἐπολιθεύ-
σατο, ἀνέσθη-
σα μνήμνης
[χ]άριν.
Search Help
Contact Us