[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Sarayönü
1 [Μεν]ν̣εας Κυριακοῦ πρε(σ)β(ύτερος)
[ἀνέ]στησα τῷ γλυκυτάτῳ
[μου] ἀδελφῷ Αὐγούστῳ
[κὲ ἐ]μαυτῷ ζῶν μνήμης
5 [χάρι]ν. εἰ δέ τις ἕτερόν
[τινα] ἐπενβάλῃ, δώσι λό-
[γον τ]ῷ θεῷ.
Search Help
Contact Us