[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Εὐτύχης κα[ὶ Ἀπολ]-
λωνία <α>ἱατοῖς {²⁶ἑαυτοῖς}²⁶ ζῶντες
μνήμης χάριν.
Search Help
Contact Us