[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kınık
1 Αὐρ. Μεῖρος Τιηου
[σὺν τῇ] σ̣[υμ]βίῳ μου Αὐρ.
Μουν̣α ἀνεστήσαμεν
[— — —]αρίω
5 [καὶ ἑαυτοῖς ζῶν]τες
Search Help
Contact Us