[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Tash Punar
1 Αὐρ. Μεῖρος Βάσσου
κὲ Μαμ̣α Βάσσου ἰδ-
[ί]ᾳ μητρὶ Μ̣α[μα] ἐκ τῶν
ἰδίων ἑξερ̣έτων {²⁶ἐξαιρέτων}²⁶
5 ἔστησαν μν̣[ή]μης
    χάριν.
Search Help
Contact Us