[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Μᾶρκος οὐέρνας ❦ [τοῦ κυρίου Σεβαστοῦ(?)]
Αὐρ.❦ Μαρκίᾳ ❦ γλυκυ[τάτῃ γυναικὶ μνήμης]
[χ]άριν ❦ καὶ ἑαυτῷ [ζῶν].
  ὃς δὲ ἂν τῷ τάφῳ το[ύτῳ — — —]
5      ἕξει τὸν θεὸν [κεχολωμένον].
Search Help
Contact Us